αυτομολώ

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

(AM αὐτομολῶ, -έω) αυτόμολος
1. προσχωρώ στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές χωρίς άδεια ή διαταγή ανωτέρου
2. εγκαταλείπω μία πολιτική ή ιδεολογική παράταξη και προσχωρώ σε άλλη.