αυτονόητος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐτονόητος, -ον)
αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής.