αυτόκλητος

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόκλητος, -ον) καλώ
αυτός που καλείται από τον εαυτό του, απρόσκλητος, ακάλεστος
νεοελλ.
1. εκείνος που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι επειδή τον κάλεσε ο Θεός (θεόκλητος) αλλά για προσωπικά οφέλη
2. «αυτόκλητος μάρτυρας» ή «... συνήγορος» κ.λπ.
εκείνος που επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις.