αφθώδης

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.