αφοδεύω

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

(AM ἀφοδεύω) οδεύω
απαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ.