αφρογένεια

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ἀφρογένεια, η (Α)
1. γεννημένη μέσα απ' τον αφρό της θάλασσας (επων. της Αφροδίτης)
2. ο πλανήτης Αφροδίτη.