αφροδισιαστής

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

ο (Α ἀφροδισιαστής) αφροδισιάζω
έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος
αρχ.
οἱ Ἀφροδισιασταί
θίασος λατρευτών της Αφροδίτης.