αφύη

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ἀφύη, η (Α)
η σαρδέλα, η αντσούγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α- στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ' όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν γεννήθηκαν». Σ' αυτή την ετυμολόγηση συντείνει και η ύπαρξη ενός ουσ. nonnati και nonnats «τα μικρά ψάρια που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί». Εξάλλου η σύνδεση με το αφρός, η ετυμολ. αφύη < από + ύει, καθώς και αφύη < αφύω, εξαιτίας του λευκού χρώματος, οφείλονται σε παρετυμολογία].