αχαρακτήριστος
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Greek Monolingual
και -χτήριστος, -η, -ο (AM ἀχαρακτήριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί, να του αποδοθούν σαφή χαρακτηριστικά
2. ακατονόμαστος, απρεπής, ελεεινός
3. αυτός στον οποίο δεν έχουν αποδώσει ειδικό χαρακτηρισμό οι αρχές ασφάλειας (σχετικά με πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές κ.ά. πεποιθήσεις).