αψηλός

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + ψηλός].