αψιθυμία

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κανείς οξύθυμος, ευερέθιστος
2. έντονο συναίσθημα, σφοδρή ψυχική συγκίνηση και ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψίθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].