αἰολίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, a speckled fish, Epich.44, Pl.Com.173.13; as adjective, αἰολίην κορακῖνον Numen. ap. Ath.7.308e.
Spanish (DGE)
-ου
1 de piel con pintas κορακῖνος Numen.Her.SHell.576.
2 subst. ὁ αἰ. ict., cierto pez prob. del género Scarus Epich.41.2, Pl.Com.189.14.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολίας: -ου, ὁ, ἰχθύς τις πλήρης στιγμάτων, Ἐπιχ. Ἀποσπ. 52, Ahr. Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι», 1, ἔνθα ἴδε Meineke· ὡς ἐπίθ. αἰολίην κορακῖνον, Νουμήν. παρ’ Ἀθ. 308Ε.
German (Pape)
ὁ, ein Fisch, Plat. com. Ath. I.5c.