αὐλητικῶς

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière des joueurs de flûte.
Étymologie: αὐλητικός.

Spanish

a la manera de los flautistas

Russian (Dvoretsky)

αὐλητικῶς: по способу флейтистов (κινῆσαι λύραν Plut.).