αὐτή

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

French (Bailly abrégé)

fém. de αὐτός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτή: f к αὐτός.