βάσανο

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το (Μ βάσανον) βάσανος
1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα
2. βασανιστήρια
νεοελλ.
1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα
2. πληθ. τα βάσανα
οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες.