οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
η (Α βάψις) βάπτω1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).