βάψη

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η (Α βάψις) βάπτω
1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου
2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).