βάψις
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dipping, tempering, χαλκοῦ καὶ σιδήρου Antipho Soph. 40.
II a dye, Perict. ap. Stob.4.28.19.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Perict.p.690]
1 baño, temple χαλκοῦ καὶ σιδήρου Antipho Soph.B 40.
2 tinte, color εἵματα ... ποικίλα ἀπὸ θαλασσίης βάψιος τοῦ κόχλου Perict.l.c.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, das Eintauchen, a) des Eisens, Stählen, Antipho bei Poll. 7, 169. – b) Färben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βάψις: -εως, ἡ, ἡ βύθισις, τὸ βάψιμον, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 169. ΙΙ. βαφή, χρῶμα, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 52.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάψις -εως, ἡ βάπτω tempering (het onderdompelen van metaal in water om het hard te maken).