βάψη

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek Monolingual

η (Α βάψις) βάπτω
1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου
2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).