πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
η (Α βάψις) βάπτω1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).