βάψη

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source

Greek Monolingual

η (Α βάψις) βάπτω
1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου
2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου).