Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βέλο

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

το
λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» — το πέπλο
β. «καπέλλο με το βέλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. velo < λατ. velum «κάλυμμα, παραπέτασμα»].