στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ο (Α βίσων, -ωνος)
ζώο που ανήκει στο γένος των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών και είναι μεγαλύτερο από το βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. γερμανικής προέλευσης, η οποία εισήχθη στην Ελληνική πιθ. μέσω του λατ. bison (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. wisunt)].