βίωμα

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

το [βιώ (II)]
οτιδήποτε έζησε κανείς και ειδικότερα οτιδήποτε αποτέλεσε γι' αυτόν μια ειδική εμπειρίασυχνά τραυματική— καθοριστική για τη μετέπειτα στάση ζωής του.