βίωμα

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

το [βιώ (II)]
οτιδήποτε έζησε κανείς και ειδικότερα οτιδήποτε αποτέλεσε γι' αυτόν μια ειδική εμπειρίασυχνά τραυματική— καθοριστική για τη μετέπειτα στάση ζωής του.