βαθυπράσινος

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σκούρο πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Παύλο Λάμπρου].