βαθυπράσινος

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σκούρο πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Παύλο Λάμπρου].