βενζίνη

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

και βενζίνα, η
ελαφρό υγρό, προϊόν της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου, άχρωμο ή τεχνητά χρωματισμένο, με χαρακτηριστική, έντονη οσμή, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως διαλύτης ή σε άλλες βιομηχανικές διεργασίες.