βενζίνη

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

και βενζίνα, η
ελαφρό υγρό, προϊόν της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου, άχρωμο ή τεχνητά χρωματισμένο, με χαρακτηριστική, έντονη οσμή, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως διαλύτης ή σε άλλες βιομηχανικές διεργασίες.