βενζίνη

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

και βενζίνα, η
ελαφρό υγρό, προϊόν της επεξεργασίας του αργού πετρελαίου, άχρωμο ή τεχνητά χρωματισμένο, με χαρακτηριστική, έντονη οσμή, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως διαλύτης ή σε άλλες βιομηχανικές διεργασίες.