βιδολόγος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ο
εργαλείο του οποίου η άκρη προσαρμόζεται στην εγκοπή της βίδας και με περιστροφική κίνηση τη σφίγγει ή τη χαλαρώνει, κατσαβίδι.