παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
η (AM βλεφαρίς) βλέφαρον(συνήθ. σε πληθ.) ειδικές τρίχες που εκφύονται από το μπροστινό κράσπεδο των βλεφάρωναρχ.-μσν.βλέφαρο.