βλυχός

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο γλυφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. μτγν.) βλυχός, του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το επίθ. βλυχώδης (Φίλων Ιουδαίος, 1ος μ.Χ. αιώνας). Από τη λ. βλυχός προέκυψε και το νεοελλ. γλυφός].