βοαδρόμος

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Russian (Dvoretsky)

βοᾱδρόμος: дор. = βοηδρόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοᾱδρόμος Dor. voor βοηδρόμος.