γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ο (Μ βογιάρος)χαρακτηριστικός παλαιός τίτλος των μελών της αριστοκρατικής τάξης των σλαβικών λαών.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρωσ.) boiar«o άρχοντας, ο ανώτερος κοινωνικά»].