βοτάνι

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

το (AM βοτάνιον) βοτάνη
χόρτο
νεοελλ.
1. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο
2. μαγικό βότανο
3. μύρο
4. πυρίτιδα
5. εύφλεκτο υλικό, το «υγρόν πυρ».