βουλιμιώδης

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Spanish (DGE)

v. βουλιμώδης.

Greek Monolingual

βουλιμιώδης και βουλιμώδης, -ες (Α)
πεινασμένος, αχόρταγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλιμος ή < βουλιμία.