βουρκώνω
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
Greek Monolingual
και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) βούρκος, βούλκος]]
Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα
2. θλίβομαι, λυπάμαι
II. βουρκώνομαι
νεοελλ.
1. θολώνομαι, ταράζομαι
2. εξοργίζομαι, αγανακτώ
III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, -η, -ο
μσν.- νεοελλ.
θυμωμένος
νεοελλ.
1. θολός, ακάθαρτος
2. σκοτεινός
3. ασαφής.