βούρκος
Greek Monolingual
και βούλκος, ο, πληθ. οι βούρκοι και βούλκοι, τα βούρκα και βούλκα και βούλουκα (Μ βοῦρκος, ο)
λάσπη, βόρβορος
νεοελλ.
ηθικός βόρβορος, ανηθικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς < μσν. βούρκος, πιθ. < αρχ. βρυξ, αιτ. βρύχα «πυθμένας της θάλασσας»].
Translations
mire
Bulgarian: кал, тиня; Chinese Mandarin: 污泥; Czech: močál, bažina, bahno; Dutch: moeras; Finnish: suo, lieju, muta; French: fange, bourbier; Galician: ludro, untullo, esteiro, bulleiro; German: Morast, Schlamm, Matsch; Greek: βούρκος; Ancient Greek: βόρβορος; Hindi: कीचड़; Italian: fango, mota, limo; Khmer: ផុង; Latin: lutum; Latvian: muklājs, purvājs, staignums; Maori: kene; Navajo: hashtłʼish; Occitan: fanga, baldra, fangàs, fangalhàs, baldrièr, iga, maresca, sanhàs; Persian: گلزار; Plautdietsch: Mautsch, Schlaum; Polish: bagno; Portuguese: lama, lodo, barro; Russian: топь, трясина; Sanskrit: पङ्क; Scottish Gaelic: clàbar; Spanish: barrizal, lodazal, fangal, barro, fango, cieno; Turkish: batak; Zazaki: lınce