βράχιστος

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

French (Bailly abrégé)

Sp. de βραχύς.

Russian (Dvoretsky)

βράχιστος:βραχύτατος) superl. к βραχύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βράχιστος superl. van βραχύς.