βράχιστος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

French (Bailly abrégé)

Sp. de βραχύς.

Russian (Dvoretsky)

βράχιστος:βραχύτατος) superl. к βραχύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βράχιστος superl. van βραχύς.