βραχυσκελής
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
βραχυσκελές, shortlegged, S.Ichn.297, Arist.PA692b5, IA714a13, Gal.UP3.3, Gp.19.6.2.
Spanish (DGE)
(βρᾰχυσκελής) -ές
paticorto de animales, S.Fr.314.304, Arist.PA 692b5, IA 714a13, Gal.3.181, Gp.19.6.2.
German (Pape)
[Seite 462] ές, mit kurzen Beinen, Arist. part. anim. 4, 12.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυσκελής: коротконогий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυσκελής: -ές, ἔχων βραχέα σκέλη, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 12, 1, Ἄδηλ. Ἀν. 17, 6.
Greek Monolingual
-ές (Α βραχυσκελής, -ές)
όποιος έχει μικρά σκέλη.