βρομιά

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η βρόμα
1. βρόμα, ακαθαρσία
2. βρομερή, ανήθικη πράξη.

Translations

dirtiness

Catalan: brutícia; French: saleté; Greek: ακαθαρσία, βρόμα, βρομιά, βρώμα; Ancient Greek: πινωδία, ῥυπαρία, ῥύπασμα, ῥύπον, ῥύπος, τὸ πιναρόν; Italian: sporcizia; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: sujidade; Romagnol: cacaréra; Spanish: suciedad; Turkish: kirlilik