πινωδία
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, Schmutzigkeit, Unreinigkeit, Hesych. erkl. ἀκαθαρσία.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνωδία: ἡ, «ἀκαθαρσία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α πινώδης
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
Full diacritics: πῐνωδία | Medium diacritics: πινωδία | Low diacritics: πινωδία | Capitals: ΠΙΝΩΔΙΑ |
Transliteration A: pinōdía | Transliteration B: pinōdia | Transliteration C: pinodia | Beta Code: pinwdi/a |
[Seite 617] ἡ, Schmutzigkeit, Unreinigkeit, Hesych. erkl. ἀκαθαρσία.
πῐνωδία: ἡ, «ἀκαθαρσία» Ἡσύχ.
ἡ, Α πινώδης
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».