πινωδία
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, Schmutzigkeit, Unreinigkeit, Hesych. erkl. ἀκαθαρσία.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνωδία: ἡ, «ἀκαθαρσία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α πινώδης
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».