ῥυπαρία
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ἡ,
A dirt, filth, Dsc.1.56 (prob. in 5.74, pl.), Plu.2.142a, Sor.1.122, Porph. Abst.1.42.
2 metaph., sordidness, Critias 56 D., Telespp.33,37 H., Plu.2.60d; οἰκονομικὸς χωρὶς ῥυπαρίας D.C.74.5.
German (Pape)
[Seite 852] ἡ, 1) Schmutz, Plut. conj. praec. p. 420. – 2) übertr., schmutziger Geiz, Filzigkeit; καὶ μικρολογία, Plut. am. et ad. discr. 27; οἰκονομικὸς ἄνευ ῥυπαρίας, D. Cass. 74, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
saleté;
NT: (moral) souillure ; impureté.
Étymologie: ῥυπαρός.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠπᾰρία: ἡ
1 грязь, нечистота Plut.;
2 низость, низменность Plut.;
3 скверна NT.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρία: ἡ, ἀκαθαρσία, ῥύπος, Πλούτ. 2. 142Α, Διοσκ. 1. 80. 2) μεταφορ., ἀγένεια, μικροπρέπεια, δουλοπρέπεια, Κριτίας 47 (παρὰ Πολυδ. Γ΄, 116), Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 8, Πλούτ., κλ.
English (Strong)
from ῥυπαρός; dirtiness (morally): turpitude.
Greek Monolingual
ἡ, Α ῥυπαρός
1. ακαθαρσία
2. μτφ. α) αγένεια, μικροπρέπεια
β) φιλαργυρία
γ) εκκλ. αίρεση.
Greek Monotonic
ῥῠπᾰρία: ἡ, ακαθαρσία, βρωμιά, ρύπος· μεταφ., αθλιότητα, χυδαιότητα, αγένεια, δουλοπρέπεια, σε Κριτία, Πλούτ.
Middle Liddell
ῥῠπᾰρία, ἡ,
dirt, filth: sordidness, Critias, Plut.
Chinese
原文音譯:?upar⋯a 呂爬里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:污穢(的)
字義溯源:污物,污穢,品行不正,不潔;源自(ῥυπαρός)=骯髒的),而 (ῥυπαρός)出自(ῥύπος)*=污穢)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 污穢(1) 雅1:21