βροχέως

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek (Liddell-Scott)

βροχέως: Αἰολ. ἀντὶ βραχέως, Σαπφὼ 2. 7.

Spanish (DGE)

v. βραχύς.

Russian (Dvoretsky)

βροχέως: Sappho = βραχέως.