βρυχαλέος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 466] brüllend?

Spanish (DGE)

-α, -ον
bramador, rugiente θηρὸς μένος ... ἄσθμασι βρυχαλέοισι χολούμενον Gr.Naz.M.37.1544.