βρωματώδης
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 467] ες, = βρωμώδης, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βρωματώδης: -ες, = βρωμώδης, Ξενοκρ. 20.
Spanish (DGE)
-ες
de olor fuerte, apestoso de alimentos, Aët.9.30 (p.342).