Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
acc. pl. poét. de γέρας.
τα (Μ γέρα)
τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. του γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας].
γέρᾱ: эп. γέρᾰ (стяж. к γέραα) acc. к γέρας.