στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
acc. pl. poét. de γέρας.
τα (Μ γέρα)
τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. του γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας].
γέρᾱ: эп. γέρᾰ (стяж. к γέραα) acc. к γέρας.