γέρα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

French (Bailly abrégé)

acc. pl. poét. de γέρας.

Greek Monolingual

τα (Μ γέρα)
τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. του γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας].

Russian (Dvoretsky)

γέρᾱ: эп. γέρᾰ (стяж. к γέραα) acc. к γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέρα plur. zie γέρας.