γέρα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

acc. pl. poét. de γέρας.

Greek Monolingual

τα (Μ γέρα)
τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. του γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας].

Russian (Dvoretsky)

γέρᾱ: эп. γέρᾰ (стяж. к γέραα) acc. к γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέρα plur. zie γέρας.