γέρμα

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

το γέρνω
1. η κλίση προς τα κάτω
2. (για τον ήλιο) δύση, ηλιοβασίλεμα.