ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
-α και γαλάριος, -ρια, -ρικο και -άρι γάλα1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα»)2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο»).