γαλάρης

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

-α και γαλάριος, -ρια, -ρικο και -άρι γάλα
1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα»)
2. εκείνος που θηλάζει ακόμηαρνί γαλάρικο»).