γαλέτα

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

η
1. είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δυο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο
2. ναυτ. το άκρο του καταρτιού σε σχήμα ρόμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galletta].