γαρμπής
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek Monolingual
ο
1. νοτιοδυτικός άνεμος
2. δυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. λ. < (αραβ.) gαrbi «δυτικός». Η λ. πέρασε στην Ελληνική πιθ. μέσω της βενετσιάνικης και της ισπανικής ναυτικής γλώσσας (gαrbin)].