γαστρόφρων

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

γαστρόφρων ο, η (Μ)
αυτός που σκέφτεται μόνο την κοιλιά του, ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -φρων < φρην].